- ψάλτῃ
- ψάλτηςharpermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοντάκιο — Ο πάπυρος (ειλητάριο) που περιέχει τη θεία λειτουργία και πήρε την ονομασία του από το μικρό ραβδί, γύρω από το οποίο τυλίγεται. Το κ. διατηρούσε το σχήμα των βιβλίων της αρχαιότητας και απαρτιζόταν από μία στενή επιμήκη λωρίδα μεμβράνης, η οποία … Dictionary of Greek
ψαλτικός — ή, ό / ψαλτικός, ή, όν, ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο 2. (για ωδές, κείμενα, τροπάρια) αυτός που ψάλλεται, σε αντιδιαστολή προς εκείνον που αναγιγνώσκεται 3. το θηλ. ως ουσ. η ψαλτική η τέχνη τού… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
ψαλτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ψαλτικά η αμοιβή του ψάλτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
псалты́рь — и, ж. и (разг.) псалтырь, я, м. Часть библии, книга псалмов. [О. Христофор] вытащил из кармана маленький засаленный псалтырь и, став лицом к востоку, начал шепотом читать и креститься. Чехов, Степь. || То же в качестве учебной книги в старину.… … Малый академический словарь
АПОЛЛИНАРИЙ — I. • Άπολλινάριος, александриец, грамматик и пресвитер в Лаодикее в 4 в. от Р. X.; с целью вытеснить светское чтение, перелагал исторические книги Ветхого Завета в гекзаметры и составлял из них, подражая в слоге Еврипиду, Менандру … Реальный словарь классических древностей
АПОЛЛИНАРИЙ — I. • Άπολλινάριος, александриец, грамматик и пресвитер в Лаодикее в 4 в. от Р. X.; с целью вытеснить светское чтение, перелагал исторические книги Ветхого Завета в гекзаметры и составлял из них, подражая в слоге Еврипиду, Менандру … Реальный словарь классических древностей
Ψ, ψ — Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το ψ, όπως και τα φ, χ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι επινόηση των Ελλήνων για την παράσταση του διπλού φθόγγου, που προήλθε από τη συνάντηση του σ με τα χειλικά … Dictionary of Greek
βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… … Dictionary of Greek
καλονάρχης — και καλονάρχος, ο 1. βοηθός ψάλτη, κανονάρχης 2. αυτός που υποβάλλει, που υπαγορεύει κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek